Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τινὰ τύραννον

  • 1 καθίστημι

    A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.

    καθέστᾰκα Hyp.Eux.28

    , LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; once

    καθέστηκα PHib.1.82i14

    (iii B. C.): [tense] plpf.

    - εστάκει Demetr.

    Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,

    κρητῆρα καθίστα Il.9.202

    ; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;

    κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22

    ; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.
    2 bring down to a place,

    τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274

    : generally, bring,

    κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64

    , cf. Th.4.78; esp. bring back,

    πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34

    ;

    κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13

    ; without πάλιν, replace, restore,

    ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362

    ; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)

    εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62

    :—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.
    3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;

    τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6

    (iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).
    II set in order, array, of soldiers, X.An.1.10.10; set as guards, προφυλακάς ib.3.2.1, etc.
    2 ordain, appoint,

    κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ Hdt.5.94

    , cf. 25: usu. without the inf.,

    κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105

    ; ἄλλον [ ἄρχοντα]

    ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12

    , etc.;

    βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5

    , al.;

    τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352

    ;

    ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132

    ;

    τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672

    ;

    κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196

    , Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.

    καθίζω 1.4

    ); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,

    οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b

    :—so in [voice] Pass.,

    κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3

    : [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,

    τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92

    .á;

    ἄρχοντας X.An.3.1.39

    , etc.
    b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;

    ὀλιγαρχίαν Lys.12.42

    ; also, set in order, arrange,

    πολιτείαν Pl. R. 590e

    :—also in [voice] Med.,

    τοῦτο βουλευτήριον φρούρημα γῆς καθίσταμαι A.Eu. 706

    ;

    τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα Ar.V. 502

    ;

    καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει Th.3.35

    ;

    πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76

    ; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.
    3 bring into a certain state,

    τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82

    ;

    ἐς ἀπορίαν Id.7.75

    ;

    εἰς ἀνάγκην Lys.3.3

    ;

    εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d

    ;

    εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d

    ;

    εἰς ἀγῶνα Id.Ap. 24c

    ;

    τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123

    ; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;

    κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61

    ;

    τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a

    ;

    τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28

    ; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.
    4 c. dupl. acc., make, render so and so,

    ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657

    ;

    ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7

    ; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass.,

    ἀνάγκη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Th.2.89

    .
    6 make, in periphrases,

    πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382

    :—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.
    B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.

    καθεστήξω Th.3.37

    , 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]

    καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97

    ; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,

    ὅποι καθέσταμεν S.OC23

    .
    b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;

    λέξον καταστάς A.Pers. 295

    (unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;

    κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29

    ;

    καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον Id.3.46

    , cf. 156;

    καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84

    .
    2 to be set as guard,

    ὑπό τινος Hdt.7.59

    , cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,

    δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142

    ;

    στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216

    ; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;

    οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37

    ; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).
    3 deposit a sediment, Hp. Epid.1.2, 7.
    4 also, stand or become quiet or calm, of water,

    ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865

    , cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;

    ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25

    ; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]

    καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2

    ; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..

    καθισταμένους Id.Pol. 1342a10

    ;

    καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13

    ; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;

    μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5

    ; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.
    5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,

    ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87

    ;

    οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84

    ;

    ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306

    ;

    τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13

    ;

    ἐς μάχην Hdt.3.45

    ;

    ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168

    ;

    ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159

    ;

    ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12

    ; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,

    καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1

    );

    ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1

    ;

    ἐς φόβον Hdt.8.12

    , Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;

    ἐς φυγήν Id.2.81

    ;

    ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67

    ; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165;

    ἀντιστασιώτης κατεστήκεε

    had been,

    Hdt.1.92

    , cf. 9.37;

    ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138

    ; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;

    ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435

    ;

    κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064

    ;

    οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1

    ; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.
    6 to be established or instituted, prevail,

    καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29

    ; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;

    βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91

    : c. inf.,

    θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2

    : [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;

    ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89

    ; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;

    οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113

    , Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;

    ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59

    .
    7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.
    8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,

    Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674

    .
    C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι

  • 2 ἐγκαθίστημι

    A place or establish in, as king or chief,

    σὲ.. Μυκήναις ἐγκαταστήσω πάλιν E.IT 982

    ;

    ἐ. τινὰς ἡγεμόνας Th.1.4

    ;

    τινὰ τύραννον D.17.10

    ; also, place as a garrison in a place, v.l. in Id.9.15;

    φρουράν Plu.Alc.30

    ; of institutions,

    ἐ. δημοκρατίας Arr.An.1.18.2

    :—[voice] Med., establish for oneself,

    βασιλείην Hellanic. 79

    (a) J.
    II [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., to be established as ruler in a place, Lys.2.59, Th.1.122; also

    αὐλητῶν νόμῳ ἐγκαθεστώτων Id.5.70

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαθίστημι

  • 3 ἵστημι

    ἵστημι (cf. ἱστάω, ἱστάνω),
    I causal, make to stand, imper.

    ἵστη Il.21.313

    , E.Supp. 1230,

    καθ-ίστα Il.9.202

    : [tense] impf. ἵστην, [dialect] Ep.

    ἵστασκε Od.19.574

    ; [ per.] 3pl.

    ἵσταν B.10.112

    : [tense] fut. στήσω, [dialect] Dor.

    στᾱσῶ Theoc.5.54

    : [tense] aor. 1 ἔστησα, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: [tense] pf.

    ἕστᾰκα Cerc.3

    , ([etym.] καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), ([etym.] περι-) Pl.Ax. 370d, ([etym.] ἀφ-) LXXJe.16.5, ([etym.] παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., ([etym.] συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, ([etym.] δι-) Arist.Vent. 973a18, ([etym.] ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.
    II intr., stand,
    1 [voice] Act., [tense] aor. 2 ἔστην, [dialect] Ep.

    στάσκον Il.3.217

    ; [ per.] 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, [dialect] Dor.

    στᾶθι Sapph.29

    , Theoc.23.38; subj. στῶ, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; [ per.] 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231,

    στείομεν 15.297

    ; opt. σταῖεν, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.

    σταίησαν 17.733

    ; inf. στῆναι, [dialect] Ep.

    στήμεναι 17.167

    , Od.5.414, [dialect] Dor.

    στᾶμεν Pi.P.4.2

    ; part. στάς: [tense] pf. ἕστηκα: [tense] plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF 925, Ar.Av. 513, Th.1.89, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.

    ἑστήκεε Hdt. 7.152

    :—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the [tense] pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper.

    ἕστᾰθι Aristomen. 5

    ; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, [dialect] Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι ( ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς ( ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men. 93d, Lg. 802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16,

    εἱστηκότα IG12.374.179

    ), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut.

    ἑστός Pl.Ti. 40b

    , Tht. 183e, SIG 1234 ([place name] Lycia), etc., ([etym.] καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), ([etym.] ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), ([etym.] παρ-) Ar.Eq. 564 (- ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; [dialect] Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; [dialect] Ep.

    ἑστηώς Hes.Th. 747

    ; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian. 134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also [tense] plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late [tense] pres. ἑστήκω, formed from [tense] pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, [tense] fut.

    ἑστήξω Hom. Epigr.15.14

    , X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25,

    ἑστήξομαι X.Cyn.10.9

    codd.
    2 [voice] Pass., ἵσταμαι: imper.

    ἵστασο Hes.Sc. 449

    ,

    ἵστω S.Ph. 893

    , Ar.Ec. 737: [tense] impf. ἱστάμην: [tense] fut.

    στᾰθήσομαι And.3.34

    , Aeschin. 3.103: more freq.

    στήσομαι Il.20.90

    , etc.: [tense] aor.

    ἐστάθην Od.17.463

    , etc.; rarely ἔστην, [dialect] Dor. [ per.] 3sg.

    ἔσστα SIG56.43

    (Argos, v B.C.): [tense] pf. ἕσταμαι ([etym.] δι-) v.l. in Pl.Ti. 81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- ([tense] aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. [tense] pres. and [tense] pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)
    A Causal, make to stand, set up,

    πελέκεας ἑξείης Od.19.574

    ; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v.

    ἱστός 1

    and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς.. κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96;

    ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13

    ;

    ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp. 1230

    ;

    ὁ Ξανθίας τὸν φαλλὸν ὀρθὸν στησάτω Ar.Ach. 243

    ;

    ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27

    ; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant. 145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc.,

    ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110

    ;

    τροπαῖα S.Tr. 1102

    ;

    τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150

    , cf.IG22.1457.26;

    τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7

    ;

    τροπαῖον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl. 453

    ;

    τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69

    ; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in [tense] pf., stand,

    οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141

    :—[voice] Pass.,

    σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr. 236b

    ;

    σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh. 1410a33

    ).
    III bring to a standstill, stay, check,

    λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433

    ; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188;

    βᾶριν Iamb.Myst.6.5

    ; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5;

    ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra. 437b

    , etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib. 437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd. 118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9;

    στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6

    : esp. in Medic.,

    ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20

    ; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1;

    αἱμορραγίας Dsc.1.129

    : abs., Arist.HA 605a29:—[voice] Med.,

    ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19

    ( Hermes 53.65).
    2 set on foot, stir up,

    κονίης.. ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336

    ;

    ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313

    ;

    νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405

    , cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314;

    ἔριν στήσαντες 16.292

    (so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in [voice] Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib. 533, Od.9.54;

    πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9

    .β', 175, 236; so

    ἱστάναι βοήν A.Ch. 885

    ;

    κραυγήν E.Or. 1529

    ([voice] Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph. 1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT 699, E.IA 788(lyr.).
    3 set up, appoint,

    τινὰ βασιλέα Hdt.1.97

    ;

    τύραννον S.OT 940

    , cf. OC 1041, Ant. 666:—[voice] Med.,

    ἐστάσαντο τύραννον Alc.37

    A;

    φύλακας στησόμεθα Pl.R. 484d

    :—[voice] Pass.,

    ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105

    , cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).
    4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (so

    στήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35

    ;

    ἀγῶνα h.Ap. 150

    ); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58;

    κτερίσματα S.El. 433

    ;

    χορούς B.10.112

    , D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—[voice] Pass.,

    ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58

    .
    5 = Lat. statuere, determine,

    γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68

    ;

    διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21

    (Aug.):—[voice] Pass.,

    τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27

    (Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).
    6 fix by agreement,

    ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1

    (i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.);

    τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15

    (iii A.D.).
    7 bring about, cause,

    ἀμπνοάν Pi.P.4.199

    ; στῆσαι δύσκηλον χθόνα make its case desperate, A.Eu. 825.
    IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7;

    ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21

    , etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt. 356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—[voice] Pass.,

    ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15

    ;

    σταθείς

    weighed,

    IG11(2).161

    B113 (Delos, iii B.C.).
    2 weigh out, pay, LXX 3 Ki.21.39, cf. Za.11.12, Ev.Matt.26.15.
    B [voice] Pass. and intr. tenses of [voice] Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97;

    ἄντα τινός 17.30

    ;

    ἐς μέσσον Od.17.447

    ;

    σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130

    ; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances,

    ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173

    : freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state,

    ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ Od.7.89

    , etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj. 1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr. 1271 (anap.);

    ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj. 200

    (lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr. 1145, OT 1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj. 102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.
    3 in pregnant sense,

    στῆναι ἐς.. Hdt.9.21

    ;

    στ. ἐς δίκην E.IT 962

    ;

    στ. παρά τινα Il.24.169

    (but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp. 987 (lyr.);

    στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or. 1251

    :c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; S.Ph. 277.
    II stand still, halt,

    ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348

    , cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R. 436c, etc.;

    κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97

    ; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA 588a8: c. part.,

    οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10

    ; come to a stop, rest satisfied,

    ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr. 423

    ;

    οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2

    : impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr. 43a37, al.;

    οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8

    ; also

    ἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8

    ,al.
    2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23;

    τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3

    ; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA 776a35, EN 1104a4, Metaph. 1047a15;

    δεῖ τὸ κρίμα ἑστηκὸς καὶ κύριον εἶναι SIG826ii29

    (Delph., ii B.C.);

    λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9

    ;

    τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.

    (so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.

    κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10

    ; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age,

    ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg. 802c

    ; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.
    III to be set up or upright, stand up, rise up,

    κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55

    ;

    ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359

    , cf. A.Th. 564(lyr.), Pl. Ion 535c, etc.;

    κονίη ἵστατο Il.2.151

    ;

    ἵστατο κῦμα 21.240

    ; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT 143.
    2 to be set up, erected, or built,

    στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435

    ;

    ἕστακε τροπαῖον A. Th. 954

    (lyr.);

    μνημεῖον Ar.Eq. 268

    , etc.; v. supr. A.11.
    3 generally, arise, begin,

    ἵστατο νεῖκος Il.13.333

    ; cf. A. 111.2.
    4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op. 780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67;

    σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr. 242a

    .
    5 to be appointed,

    στῆναι ἐς ἀρχήν Hdt.3.80

    ; v. supr. A.111.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἵστημι

  • 4 τις

    τῐς (τις, τινός, τινί, τινα), τινές; τι, τινί, τι.) A subs.
    1 anyone, anything
    a εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν (τι supp. byz., om. codd.: κε Turyn.: λελαθέμεν Mommsen) O. 1.64 τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι; O. 1.82 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95

    συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71

    ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ N. 7.68

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110.
    b c. neg.

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν O. 12.7

    πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54

    οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
    c c. gen.

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    add. neg., O. 12.7, P. 1.49, P. 3.103, fr. 109.
    2 someone, something
    a

    τὰ δ' ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59

    ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες O. 10.22

    ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (codd.: ποίνιμος coni. Spiegel) P. 2.17 [ τινες ἑλκόμενοι (coni. Sheppard: τινος codd.) P. 2.90]

    ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88

    τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.31

    ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.23

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6

    μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (may refer to a particular person or generally to absentees, Lobel) Πα. 1. 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. c. impv.,

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.20

    ἐγκιρνάτω τίς μιν N. 9.50

    μαρνάσθω τις I. 5.54

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1

    cf. fr. 109, I. 8.66, Pae. 1.2
    b c. gen.

    ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

    ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῳν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (v. Radt, Mnem., 1966, 169) N. 1.64

    ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις fr. 140b. 4.
    3
    a εἴ τις, cf. B. c, C. a.

    εἰ δέ μιν ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται O. 7.1

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει P. 2.58

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται P. 8.73

    εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις P. 9.93

    εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ὕβριν ἀπέφυγεν ( εἴ τις codd.: τίς Homan) P. 11.55

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων N. 7.11

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67

    εἴ τις ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει I. 7.43

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις, ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.31

    c. gen.,

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῳν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    b

    ὁπόταν τις τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8

    4
    a

    πᾶς τις γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    b τις, many a one

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    c. gen.,

    καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51

    [cf. N. 1.64] ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δὲ πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά, τέρπεται δὲ καί τις ἐπ οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων (bis) fr. 221.
    d each

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω φάος fr. 109. 1. τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (Mingarelli: ἄν τις τύχῃ codd.) N. 4.91—2. B adj.,
    a a, any

    ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ αὐτὸν ἀνάγῃ P. 5.2

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.68

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50

    add. neg.,

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.104

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν N. 6.25

    ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*
    b some, some sort of

    Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν γαῖαν O. 7.62

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25

    ἔστιν δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25

    στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ( τινες coni. Sheppard) P. 2.90 μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν P. 4.247

    οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39

    σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (= ἀγλαίας τι, Radt) N. 1.13

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (cf. C. b.) I. 2.24

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10

    ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινὶ ( δείματι e. g. supp. Wil.) Πα.. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 1.

    εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

    [ τις = quidam, cannot be shown to be a valid meaning in Pindar: it is a possibility in the following places, O. 6.82, O. 7.45, O. 9.25, P. 2.90, P. 4.247, N. 9.6, fr. 203. 1, v. supra.]
    c

    εἴ τις εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν O. 1.54

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλειP. 4.145

    εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ατληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5.

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25

    c. gen., κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4, cf. C. a. C adv., τι
    a c. εἰ, εἴπερ, in any way

    εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.18

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75

    εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90

    εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87

    b c. που, somehow or other

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    οὔ τί που οὗτος ἈπόλλωνP. 4.87, cf. I. 2.24
    c qualifying vb., somehow

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι to some degree P. 7.18 [ τί οἱ (codd. contra metr.: τῷ Mingarelli.) N. 10.15] D fragg. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13. b. 13. ]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1. τί κέ τις εσχ[ Δ. 4. b. 11. ]και τι πατ[ Θρ. 5. b. 5. ἦν γὰρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43).

    Lexicon to Pindar > τις

  • 5 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 6 κατακλίνω

    κατα-κλίνω [pron. full] [ῑ],
    A lay down, [ δόρυ]

    κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ Od.10.165

    ; κ. τοὺς Πέρσας ἐς λειμῶνα having made them recline (for dinner) in a meadow, Hdt.1.126, cf. Pl.R. 363c, 420e, Ev.Luc.9.14, Milet.1(9).368; κ. παιδίον put it to bed, Ar.Lys.19, cf. Plu.Lyc.3;

    κ. τινὰ ἐν ἁρμαμάξῃ X.Cyr.6.4.11

    ; also, cause one to take to his bed, i.e. strike with disease, PMag.Par.1.2075; of animals, X. Cyn.9.3; κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ lay a sick person in the temple of Asclepios, Ar.Pl. 411, V. 123; ταύταν ὀβολῶ κ. (sens. obsc.) Cerc. 5.31:—[voice] Pass. (with [tense] aor. 2 [dialect] Att. - εκλίνην, [tense] aor. 1 - εκλίθην [dialect] Att. and in other dialects), lie at table,

    κατακλιθέντας πίνειν Hdt.2.121

    .

    δ; κατακλῐνήσομαι Ar.Eq.98

    , cf. V. 1208; generally, lie down,

    κατακλινεὶς δευρί Id.Nu. 694

    ; κατακλίνεσθαι παρά τινα lie at table next him, Pl. Smp. 175a; but, παρά τινι lie with him sexually, ib. 203c;

    κατακλίνηθι μετ' ἐμοῦ Ar.Lys. 904

    ; κ. ἐπὶ ταῖς κοίταις, ἐπὶ στιβάδος, Ar.V. 1040, X.Cyr.5.2.15; of a sick man, take to one's bed, Hp.Epid.1.2; simply, lie in bed, Id.Prog.3, Diocl.Fr.141;

    κατακλιθέντα ἐς τὸ ἱερόν Hyp.Eux. 18

    ;

    κατεκλίθη ὕπτιος Pl.Phd. 117e

    codd.; κατακεκλιμένος, of a corpse, Plb.6.53.1.
    II cause to incline, bend downwards, ἕως ἂν κατακλίνῃ [ ὁ ἐλέφας τοὺς φοίνικας] Arist.HA 610a23: metaph., lay prostrate, overthrow,

    τύραννον Thgn.1181

    .
    III [voice] Pass., of ground, slope,

    ἤπειρόνδε A.R.2.734

    .
    2 of the sun, set, Poll.4.157.
    3 of crabs' eyes, turn sideways, Arist.HA 529b28.
    5 c. dat., to be set under, made subject to,

    ὅταν κατακλιθῇ τὸ θητικὸν τῷ προπολεμοῦντι Herm.in Phdr.p.157

    A.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλίνω

  • 7 καταλύω

    κατα-λύω, [tense] fut.
    A

    - λύσω Od.4.28

    : [ per.] 3pl. [tense] plpf.

    - λελύκεσαν Hdn.8.4.2

    :—[voice] Pass., [tense] fut.

    - λῠθήσομαι Pl.Lg. 714c

    , D. 38.22 ([tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, v. infr. 1.2a): [tense] pf.

    - λέλῠμαι Th.6.36

    :— put down, destroy,

    πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Il.2.117

    , 9.24; τείχη, [ πτόλιν], E.Tr. 819, 1080 (both lyr.); γέφυραν break it up, Hdn. l. c.
    2 of political or other systems, dissolve, break up, put down, κ. ἀρχήν, βασιληΐην, ἰσοκρατίας, Hdt.1.53,54, 5.92.

    ά; τοῦ Διὸς τὴν δύναμιν Ar.Pl. 142

    ;

    τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plu.Per.7

    ;

    τὰς προσόδους τὰς Μιλησίων SIG633.40

    (Milet., ii B. C.): freq. in [dialect] Att.,

    κ. τὸν δῆμον Ar.Ec. 453

    , Th.3.81;

    τὴν δημοκρατίαν Ar.Pl. 948

    ; τὰς πολιτείας Decr. ap. D. 18.182:—[voice] Pass., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Lex ap.And.1.96, cf. 95, Lys.13.4, Arist.Pol. 1292a29: [tense] fut. [voice] Med. as [voice] Pass., καταλύσεται.. ἡ ἀρχή (Cobet καταλελύσεται) X.Cyr.1.6.9.
    b c. acc. pers., put down, depose,

    κ. τύραννον Th.1.18

    , etc.;

    κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς X.Cyr.8.5.24

    :— [voice] Pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν having been dismissed, Hdt.6.43;

    καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Id.1.104

    , cf. 6.9.
    c dissolve, dismiss, disband a body, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον, Id.5.72, 7.16.

    β; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Th.2.15

    ;

    τὸ ναυτικόν D.18.102

    ([voice] Pass.).
    d abolish or annul laws, customs, etc.,

    δίκην Gorg.Pal.17

    ;

    νόμους Isoc.6.66

    ([voice] Pass.), Plb.3.8.2, cf.Ev.Matt.5.17;

    ψήφισμα Michel725.20

    (ii B.C.); also κ. τὸν ἱππέα render him useless, X.Eq.12.5.
    f κ. τὴν τριηραρχίαν lay it down, Isoc.18.59; τὴν ἄσκησιν, v. infr. 3a.
    3 bring to an end,

    τὸν βίον X. Ap.7

    ;

    ἐς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχθον βίοτον E.Supp. 1004

    (lyr.);

    μώμου ἀδικίαν καὶ δόξης ἀμαθίαν Gorg.Hel.21

    ;

    ἐλπίδα Th.2.89

    ;

    δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ -λῦσαι D.10.73

    ; κ. τὸ πλεῖν, τὴν ἄροσιν, Id.33.4, Ael.NA13.1;

    κ. τὰς θυσίας Lys.30.17

    , Isoc.6.68;

    τὰ γυμνάσια And.4.39

    ;

    τὸν λόγον Aeschin.2.126

    , Isoc.12.176; τοὺς λόγους περὶ τὰ μέγιστα κ. ib.199: abs., make an end, ὥρᾳ κ. die in good time, Diocl.Com.14, cf.Philostr.VA8.28; πύκτης ὢν κατέλυσε retired from the ring, AP11.79 (Lucill.), cf. 161 (Id.) (in full

    - λῦσαι τὴν ἄσκησιν Gal.Protr.14

    ); καθάπερ ἐν τοῖς Χοροῖς ἐν τῷ καταλύειν in the ending, Arist.Pr. 921a20: also [tense] pf. part. [voice] Pass. καταλελυμένος disused, obsolete, Phld.Mus.p.68 K.
    b κ. τὴν ὑπάρχουσαν εἰρήνην break the peace, Aeschin.3.55; but,
    c more commonly, κ. τὸν πόλεμον end the war, make peace, Ar.Lys. 112, Th.7.31, X.An.5.7.27, etc.; δίκας settle disputes, IG5(2).357.15 (Stymphalus, iii B.C.): abs. (sc. τὸν πόλεμον), Foed. ap. Th.5.23; πρός τινα Foed.ib.8.58:—more freq. in [voice] Med., καταλύσασθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Hdt.7.146;

    τὸν πόλεμον And.3.17

    , Th.6.36;

    στάσιν Ar.Ra. 359

    : abs., make peace, Hdt. 8.140.ά, Th.1.81, X.HG6.8.6, etc.; καταλύεσθαί τινι come to terms with one, Hdt.9.11, etc.
    II unloose, unyoke,

    καταλύσομεν ἵππους Od.4.28

    ; τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ κ. take it down from the wall where it was hung up, Hdt.2.121.γ:—[voice] Pass., to be taken down from hanging, Hp.Aph.2.43.
    2 intr., take up one's quarters, lodge, παρ' ἐμοὶ καταλύει he is my guest, Pl.Grg. 447b, cf. Prt. 311a, D.18.82: abs., Pl.Prt. 315d: c. acc., κ. παρά τινα turn off the road to a person's house, go and lodge with him, Th.1.136;

    κ. εἰς πανδοκεῖον Aeschin.2.97

    ;

    Μεγαροῖ Pl.Tht. 142c

    ;

    ἐν τῷ ἱαρῷ SIG978.8

    (Cnidos, iii B.C.):—[voice] Med., θανάτῳ καταλυσαίμαν may I take my rest in the grave, E.Med. 146 (anap.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλύω

  • 8 κατά

    κατά (Hom.+) prep. (s. the lit. s.v. ἀνά beg., also LfgrE s.v. κατά 1346; with the gen. 74 times in NT; w. acc. 391 times in NT).
    A. w. the gen.
    of location that is relatively lower, down from someth. (Hom. et al.; LXX; Ath. 1, 4 κ. κόρρης προπηλακίζειν=to smack on one side of the head) ὁρμᾶν κ. τοῦ κρημνοῦ rush down (from) the bank (cp. Polyb. 38, 16, 7 κ. τῶν κρημνῶν ῥίπτειν; Jos., Bell. 1, 313) Mt 8:32; Mk 5:13; Lk 8:33. κ. κεφαλῆς ἔχειν have someth. on one’s head (lit. hanging down fr. the head, as a veil. Cp. Plut., Mor. 200f ἐβάδιζε κ. τῆς κεφαλῆς ἔχων τὸ ἱμάτιον.; Mitt-Wilck. I/2, 499, 5 of a mummy ἔχων τάβλαν κ. τοῦ τραχήλου) 1 Cor 11:4.
    of position relatively deep, into someth. (Od. 9, 330 κ. σπείους ‘into the depths of the cave’; Hdt. 7, 235; X., An. 7, 1, 30) ἡ κ. βάθους πτωχεία extreme (lit. ‘reaching down into the depths’; cp. Strabo 9, 3, 5 [419] ἄντρον κοῖλον κ. βάθους) or abysmal poverty 2 Cor 8:2. This may perh. be the mng. of πλήσσειν τινὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν strike someone deep into the eyes ApcPt 11:26 (cp. Demosth. 19, 197 ξαίνει κ. τοῦ νώτου; PPetr II, 18 [2b], 15 [246 B.C.] ἔτυπτεν αὐτὸν κ. τοῦ τραχήλου).—κ. γαστρός Just., D. 78, 3 for ἐν γαστρί Mt 1:18 (cp. Ath. 35, 2 τὸ κ. γαστρὸς ζῶον εἶναι).
    extension in various directions within an area, throughout (so in Luke’s writings; Polyb. 3, 19, 7 κ. τῆς νήσου διεσπάρησαν; PGiss 48, 8 κ. κυριακῆς γῆς; Jos., Ant. 8, 297; SibOr 3, 222; 4, 24; 5, 305) γνωστὸν γενέσθαι καθʼ ὅλης Ἰόππης become known throughout all Joppa Ac 9:42. καθʼ ὅλης τῆς Ἰουδαίας 9:31; 10:37; Lk 23:5. φήμη ἐξῆλθεν καθʼ ὅλης τῆς περιχώρου 4:14.
    down upon, toward, against someone or someth, fig. ext. of 1.
    w. verbs of swearing, to denote what one swears by (Thu. 5, 47, 8; Lysias 32, 13; Isaeus 7, 28; Demosth. 21, 119; 29, 26; SIG 526, 4ff; 685, 25; UPZ 110, 39 [164 B.C.]; BGU 248, 13; Jdth 1:12; Is 45:23; 2 Ch 36:13) by ἐξορκίζειν (q.v.) Mt 26:63. ὀμνύναι (q.v.) Hb 6:13, 16. ὁρκίζειν (q.v.) Hs 9, 10, 5. Sim. ἐρωτᾶν κ. τινος request, entreat by someone Hv 3, 2, 3.
    in a hostile sense, against
    α. after verbs that express hostile action, etc. διχάζειν Mt 10:35. ἐπαίρεσθαι 2 Cor 10:5. ἰσχύειν Ac 19:16. κακοῦν 14:2. στρατεύεσθαι 1 Pt 2:11. φυσιοῦσθαι 1 Cor 4:6
    β. after words and expressions that designate hostile speech, esp. an accusation ἔχειν (τι) κ. τινος have or hold someth. against someone Rv 2:4, 14, 20. φέρειν J 18:29. ἐγκαλεῖν Ro 8:33. ἐντυγχάνειν τινὶ κ. τινος 11:2 (TestJob 17:5). κατηγορεῖν Lk 23:14. ποιεῖν κρίσιν Jd 15a. τὸ κ. ἡμῶν χειρόγραφον the bond that stands against us Col 2:14. ἐμφανίζειν Ac 24:1; 25:2. αἰτεῖσθαί τι 25:3, 15. αἱ κ. τινος αἰτίαι vs. 27. εἰπεῖν πονηρόν Mt 5:11 (cp. Soph., Phil. 65 κακὰ λέγειν κ. τινος. X., Hell. 1, 5, 2; Isocr., C. Nic. 13; Plut., Mor. 2a λέγειν κ.; SIG 1180, 1 λέγειν κ. τινος; Just., A I, 23, 3; 49, 6 κ. τῶν … ὁμολογούντων). λαλεῖν ῥήματα Ac 6:13; cp. Jd 15b (TestDan 4:3; JosAs 23:15). μαρτυρεῖν κ. τ. θεοῦ give testimony in contradiction to God 1 Cor 15:15. ζητεῖν μαρτυρίαν κ. τινος testimony against someone Mk 14:55. ψευδομαρτυρεῖν 14:56f. ψευδομαρτυρία Mt 26:59. γογγύζειν 20:11. στενάζειν Js 5:9. διδάσκειν Ac 21:28. συμβούλιον διδόναι (ποιεῖν v.l.) Mk 3:6; ς. λαβεῖν Mt 27:1. ψεύδεσθαι Js 3:14 (Lysias 22, 7; X., Ap. 13; Ath. 35, 1 καθʼ ἡμῶν … κατεψεύσατο).
    γ. after expressions that designate such a position or state of mind in a different way εἶναι κ. τινος be against someone (opp. ὑπέρ) Mk 9:40 (WNestle, ZNW 13, 1912, 84–87; AFridrichsen, ibid., 273–80); Ro 8:31; (opp. μετά) Mt 12:30; Lk 11:23. δύνασθαί τι κ. τινος be able to do someth. against someone 2 Cor 13:8. ἔχειν τι κ. τινος have someth. against someone (in one’s heart) Mt 5:23; Mk 11:25; Hs 9, 24, 2; cp. ibid. 23, 2, where the acc. is to be supplied. ἐξουσίαν ἔχειν J 19:11. ἐπιθυμεῖν Gal 5:17. μερίζεσθαι καθʼ ἑαυτῆς Mt 12:25. Cp. 1 Cl 39:4 (Job 4:18).—κατά prob. means against also in ἔβαλεν κατʼ αὐτῆς ἄνεμος Ac 27:14. ἐτελείωσαν κ. τ. κεφαλῆς αὐτῶν τὰ ἁμαρτήματα they completed the full measure of sins against their own head GPt 5:17.
    B. w. acc. (so in the NT 399 times [besides καθʼ εἷς and κατὰ εἷς])
    of extension in space, along, over, through, in, upon (Hom. et al.; OGI 90, 7 ἐκ τῶν κ. τ. χώραν ἱερῶν; PHib 82, 19; PTebt 5, 188; LXX; Just.; Mel., HE 4, 26, 5) Ac 24:12. καθʼ ὅλην τ. πόλιν throughout the city Lk 8:39 (cp. Diod S 4, 10, 6 καθʼ ὅλην τὴν Ἐλλάδα). ἐγένετο λιμὸς κ. τὴν χώραν ἐκείνην 15:14. κ. τὰς κώμας 9:6. κ. πόλεις καὶ κώμας 13:22 (Appian., Maced. 9 §1 and 4 κ. πόλεις; Just., A I, 67, 3 κ. πόλεις ἢ ἀγρούς).—κ. τόπους in place after place Mt 24:7; Mk 13:8; Lk 21:11 (Theophr., περὶ σημ. 1, 4 p. 389 W.; Cat. Cod. Astr. III 28, 11 ἐν μέρει τ. ἀνατολῆς κ. τόπους, VIII/3, 186, 1 λιμὸς καὶ λοιμὸς καὶ σφαγαὶ κ. τόπους). οἱ ὄντες κ. τὴν Ἰουδαίαν those throughout Judea or living in Judea Ac 11:1. διασπαρῆναι κ. τὰς χώρας τῆς Ἰουδαίας be scattered over the regions of Judea 8:1. κ. τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν in the congregation there 13:1. τοῖς κ. τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς 15:23. τοὺς κ. τὰ ἔθνη Ἰουδαίους the Judeans (dispersed) throughout the nations 21:21. τοῖς κ. τὸν νόμον γεγραμμένοις throughout the law = in the law 24:14b. κ. τὴν ὁδόν along or on the way (Lucian, Catapl. 4; Jos., Ant. 8, 404) Lk 10:4; Ac 25:3; 26:13. τὸ κ. Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν πέλαγος the sea along the coast of Cilicia and Pamphylia 27:5; but the geographical designation τὰ μέρη τ. Λιβύης τῆς κ. Κυρήνην 2:10 prob. belongs to b: the parts of Libya toward Cyrene.
    of extension toward, toward, to, up to ἐλθεῖν (γίνεσθαι v.l.) κ. τὸν τόπον come up to the place (Jos., Vi. 283) Lk 10:32. ἐλθόντες κ. τὴν Μυσίαν to Mysia Ac 16:7; cp. 27:7. πορεύεσθαι κ. μεσημβρίαν (s. μεσημβρία 2) toward the south 8:26 (cp. Jos., Bell. 5, 505). κ. σκοπὸν διώκειν run (over the course) toward the goal Phil 3:14. λιμὴν βλέπων κ. λίβα καὶ κ. χῶρον a harbor open to the southwest and northwest Ac 27:12 (s. βλέπω 8).—κ. πρόσωπον to the face (cp. Jos., Ant. 5, 205) Gal 2:11. ἔχειν τινὰ κ. πρόσωπον meet someone face to face (Thieme 19 has reff. for the use of κατὰ πρόσωπον as a legal formula) Ac 25:16. κ. πρόσωπον ταπεινός humble when personally present 2 Cor 10:1. κ. πρόσωπόν τινος in the presence of someone Lk 2:31; Ac 3:13. τὰ κ. πρόσωπον what lies before one’s eyes, i.e. is obvious 2 Cor 10:7. κ. ὀφθαλμοὺς προγράφειν portray before one’s eyes Gal 3:1.
    of isolation or separateness, by (Thu. 1, 138, 6 οἱ καθʼ ἑαυτοὺς Ἕλληνες ‘the Greeks by themselves’; Polyb. 1, 24, 4; 5, 78, 3; 11, 17, 6; Diod S 13, 72, 8; Gen 30:40; 43:32; 2 Macc 13:13; Philo, Migr. Abr. 87; 90; Just., D. 4, 5 αὐτὴ καθʼ ἑαυτήν γενομένη; Tat. 13, 1 ἡ ψυχὴ καθʼ ἑαυτήν; Ath. 15, 2 ὁ πηλὸς καθʼ ἑαυτόν) ἔχειν τι καθʼ ἑαυτόν keep someth. to oneself Ro 14:22 (cp. Jos., Ant. 2, 255; Heliod. 7, 16, 1). καθʼ ἑαυτὸν μένειν live by oneself of the private dwelling of Paul in Rome Ac 28:16. πίστις νεκρὰ καθʼ ἑαυτήν faith by itself is dead Js 2:17 (Simplicius in Epict. p. 3, 43 τὸ σῶμα καθʼ αὑτὸ νεκρόν ἐστιν). ἡ κατʼ οἶκον ἐκκλησία the congregation in the house Ro 16:5; 1 Cor 16:19. κατʼ ἰδίαν s. ἴδιος 5. κ. μόνας (Thu. 1, 32, 5; Menand., Epitr. 988 S. [658 Kö.], Fgm. 146 Kö. [158 Kock]; Polyb. 4, 15, 11; Diod S 4, 51, 16; BGU 813, 15 [s. APF 2, 1903, 97]; LXX) alone, by oneself Mk 4:10; Lk 9:18; Hm 11:8 (here, as well as BGU loc. cit. and LXX, written as one word καταμόνας).
    of places viewed serially, distributive use w. acc., x by x (Arrian., Anab. 4, 21, 10 κ. σκηνήν=tent by tent) or from x to x: κατʼ οἶκον from house to house (PLond III, 904, 20 p. 125 [104 A.D.] ἡ κατʼ οἰκίαν ἀπογραφή) Ac 2:46b; 5:42 (both in ref. to various house assemblies or congregations; w. less probability NRSV ‘at home’); cp. 20:20. Likew. the pl. κ. τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος 8:3. κ. τὰς συναγωγάς 22:19. κ. πόλιν (Jos., Ant. 6, 73) from city to city IRo 9:3, but in every (single) city Ac 15:21; 20:23; Tit 1:5. Also κ. πόλιν πᾶσαν (cp. Herodian 1, 14, 9) Ac 15:36; κ. πᾶσαν πόλιν 20:23 D. κ. πόλιν καὶ κώμην Lk 8:1; cp. vs. 4.
    marker of temporal aspect (Hdt. et al.; ins, pap, LXX, apolog.)
    in definite indications of time: at, on, during (Hdt. 8, 17; Polemon Soph. B 43 Reader κατʼ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ‘in the course of that day’) κατʼ ἀρχάς in the beginning (cp. ἀρχή 1b) Hb 1:10 (Ps 101:26). κ. τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ in the day of trial 3:8 (Ps 94:8.—Cp. Antig. Car. 173 κ. τὸν σπόρου καιρόν). νεκροῦ … ἀνάστασιν κατʼ αὐτὸν γεγονυῖαν ἱστορεῖ (Papias) reports that a resurrection from the dead occurred in his time Papias (2, 9; so, with personal names, Hdt.; Just., D. 23, 1 τοῦ θεοῦ … τοῦ κ. τὸν Ἐνώχ; Tat. 31, 2 Θεαγένης … κ. Καμβύσην γεγονώς). Of the future: κ. τὸν καιρὸν τοῦτον at that time, then Ro 9:9 (Gen 18:10). Of the past: κ. ἐκεῖνον τὸν καιρόν at that time, then (2 Macc 3:5; TestJos 12:1; Jos., Ant. 8, 266; cp. κατʼ ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ Konon: 26 Fgm. 3 p. 191, 25 Jac.; Just., A I, 17, 2; 26, 3 al.) Ac 12:1; 19:23. κ. καιρόν at that time, then Ro 5:6 (Just., D. 132, 1; cp. OGI 90, 28 καθʼ ὸ̔ν καιρόν), unless καιρός here means the right time (s. καιρός 1b end). κατʼ ὄναρ (as καθʼ ὕπνον Gen 20:6; Just., D 60, 5 κ. τοὺς ὕπνους) during a dream, in a dream Mt 1:20; 2:12 (s. s.v. ὄναρ for ins).
    with indefinite indications of time: toward, about κ. τὸ μεσονύκτιον about midnight Ac 16:25; cp. 27:27.—8:26 (s. μεσημβρία 1).
    distributively (cp. 1d): x period by x period: κατʼ ἔτος every year (s. ἔτος) Lk 2:41. Also κατʼ ἐνιαυτόν (s. ἐνιαυτός 1) Hb 9:25; 10:1, 3. καθʼ ἡμέραν daily, every day (s. ἡμέρα 2c) Mt 26:55; Mk 14:49; Lk 16:19; 22:53; Ac 2:46f; 3:2; 16:5; 17:11; 19:9; 1 Cor 15:31; Hb 7:27; 10:11. Also τὸ καθʼ ἡμέραν (s. ἡμέρα 2c) Lk 11:3; 19:47; Ac 17:11 v.l. ἡ ἐπίστασις ἡ καθʼ ἡμέραν (s. ἐπίστασις) 2 Cor 11:28. κ. πᾶσαν ἡμέραν every day (Jos., Ant. 6, 49) Ac 17:7. Also καθʼ ἑκάστην ἡμέραν (s. ἡμέρα 2c) Hb 3:13. κ. μίαν σαββάτου on the first day of every week 1 Cor 16:2. κ. πᾶν σάββατον every Sabbath Ac 13:27; 15:21b; 18:4. κ. μῆνα ἕκαστον each month Rv 22:2 (κ. μῆνα as SIG 153, 65; POxy 275, 18; 2 Macc 6:7). κ. ἑορτήν at each festival Mt 27:15; Mk 15:6.
    marker of division of a greater whole into individual parts, at a time, in detail, distributive use apart from indications of place (s. above 1d) and time (s. 2c)
    w. numerals: κ. δύο ἢ τὸ πλεῖστον τρεῖς two or, at the most, three at a time (i.e. in any one meeting, cp. ἀνὰ μέρος) 1 Cor 14:27 (Dio Chrys. 80 [30], 42 κ. δύο καὶ τρεῖς; Jos., Ant. 3, 142 κ. ἕξ; 5, 172 κ. δύο καὶ τρεῖς). καθʼ ἕνα (on this and the foll. s. εἷς 5e) singly, one after the other vs. 31. κ. ἕνα λίθον each individual stone Hs 9, 3, 5; καθʼ ἕνα λίθον 9, 6, 3. κ. ἓν ἕκαστον one by one, in detail Ac 21:19; 1 Cl 32:1 (Ath. 28, 4 καθʼ ἕκαστον). εἷς καθʼ εἷς Mk 14:19; J 8:9; cp. Ro 12:5 (B-D-F §305; Rob. 460). κ. ἑκατὸν καὶ κ. πεντήκοντα in hundreds and in fifties Mk 6:40.
    περί τινος λέγειν κ. μέρος speak of someth. in detail Hb 9:5 (s. μέρος 1c). κατʼ ὄνομα (each one) by name (ἀσπάζομαι … τοὺς ἐνοίκους πάντες κα[τʼ] ὄνομα PTebt [III A.D.] 422, 11–16; Jos., Vi. 86) J 10:3; 3J 15 (cp. BGU 27, 18); ISm 13:2.
    marker of intention or goal, for the purpose of, for, to (Thu. 6, 31, 1 κ. θέαν ἥκειν=to look at something; cp. Sb 7263, 6 [254 B.C.]; X., An. 3, 5, 2 καθʼ ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι; Arrian, Anab. 1, 17, 12; 4, 5, 1; 21, 9; 6, 17, 6; 26, 2; Lucian, Ver. Hist. 2, 29; Anton. Lib., Fab. 24, 1 Δημήτηρ ἐπῄει γῆν ἅπασαν κ. ζήτησιν τῆς θυγατρός; 38; Jdth 11:19) κ. τὸν καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων for the Jewish ceremonial purification J 2:6. κατὰ ἀτιμίαν λέγω to my shame 2 Cor 11:21 (cp. Jos., Ant. 3, 268 κ. τιμὴν τ. θεοῦ τοῦτο ποιῶν). ἀπόστολος … κ. πίστιν … καὶ ἐπίγνωσιν an apostle … for the faith … and the knowledge Tit 1:1 (but the mng. ‘in accordance with’ is also prob.).
    marker of norm of similarity or homogeneity, according to, in accordance with, in conformity with, according to
    to introduce the norm which governs someth.
    α. the norm of the law, etc. (OGI 56, 33; Mitt-Wilck., I/2, 352, 11 κ. τὰ κελευσθέντα [as Just., D. 78, 7]; POxy 37 II, 8) κ. τὸν νόμον (Jos., Ant. 14, 173; 15, 51; Just., D. 10, 1 al.; Ath. 31, 1; κ. τοὺς νόμους Ἀρεοπαγείτης, letter of MAurelius: ZPE 8, ’71, 169, ln. 27) Lk 2:22; J 18:31; 19:7; Hb 7:5. τὰ κ. τ. νόμον what is to be done according to the law Lk 2:39 (cp. EpArist 32). κ. τὸ ὡρισμένον in accordance w. what has been determined 22:22. Cp. 1:9; 2:24, 27, 42; Ac 17:2; 22:3. κ. τὸ εὐαγγέλιόν μου Ro 2:16; 16:25a; 2 Ti 2:8. κ. τὸ εἰρημένον Ro 4:18 (cp. Ath. 28, 1 κ. τὰ προειρημένα). κ. τὰς γραφάς (Just., D. 82, 4; cp. Paus. 6, 21, 10 κ. τὰ ἔπη=according to the epic poems; Just., A I, 32, 14 κ. τὸ λόγιον, D. 67, 1 κ. τὴν προφητείαν ταύτην) 1 Cor 15:3; cp. Js 2:8. κ. τὴν παράδοσιν Mk 7:5 (Tat. 39, 1 κ. τὴν Ἑλλήνων παράδοσιν).—κ. λόγον as one wishes (exx. in Dssm., B 209 [not in BS]; also PEleph 13, 1; 3 Macc 3:14) Ac 18:14 (though 5bβ below is also prob.).—It can also stand simply w. the acc. of the pers. according to whose will, pleasure, or manner someth. occurs κ. θεόν (cp. Socrat., Ep. 14, 5 κ. θεόν; 26, 2; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 4 p. 332, 1 Jac. and Appian, Bell. Civ. 2, 84 §352 κ. δαίμονα; Jos., Ant. 4, 143 ὁ κ. τοῦτον[=θεόν] βίος; Just., D. 5, 1 κ. τινας … Πλατωνικούς; Tat. 1, 3 κ. … τὸν κωμικόν) Ro 8:27; 2 Cor 7:9–11; κ. Χριστὸν Ἰ. Ro 15:5. κ. κύριον 2 Cor 11:17. Cp. 1 Pt 1:15. κ. τ. Ἕλληνας in the manner of the Greeks, i.e. polytheists PtK 2, p. 14, 1; 7. κ. Ἰουδαίους ln. 25.
    β. the norm according to which a judgment is rendered, or rewards or punishments are given ἀποδοῦναι τινι κ. τ. πρᾶξιν or ἔργα αὐτοῦ (Ps 61:13; Pr 24:12; Just., A I, 12, 1; 17, 4 al.; κατʼ ἀξίαν τῶν πράξεων) Mt 16:27; Ro 2:6; 2 Ti 4:14; Rv 2:23. μισθὸν λήμψεται κ. τ. ἴδιον κόπον 1 Cor 3:8. κρίνειν κ. τι J 7:24; 8:15; 1 Pt 1:17; cp. Ro 2:2.
    γ. of a standard of any other kind κ. τ. χρόνον ὸ̔ν ἠκρίβωσεν in accordance w. the time which he had ascertained Mt 2:16. κ. τ. πίστιν ὑμῶν acc. to your faith 9:29. κ. τ. δύναμιν acc. to his capability 25:15 (Just., D. 139, 4; Tat. 12, 3; cp. Just., A II, 13, 6 κ. δύναμιν). Cp. Lk 1:38; 2:29; Ro 8:4; 10:2; Eph 4:7. ἀνὴρ κ. τ. καρδίαν μου Ac 13:22 (καρδία 1bε).
    δ. Oft. the norm is at the same time the reason, so that in accordance with and because of are merged: οἱ κ. πρόθεσιν κλητοί Ro 8:28. κατʼ ἐπιταγὴν θεοῦ 16:26; 1 Ti 1:1; Tit 1:3. κ. ἀποκάλυψιν Eph 3:3 (Just., D. 78, 2). οἱ καθʼ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ Ro 2:7. κατʼ ἐκλογήν 11:5 (Just., D. 49, 1). Cp. κ. τὴν βουλήν Eph 1:11 (Just., A I, 63, 16 al.); 2 Th 2:9; Hb 7:16. κ. τί γνώσομαι τοῦτο; by what shall I know this? (cp. Gen 15:8) Lk 1:18.—Instead of ‘in accordance w.’ κ. can mean simply because of, as a result of, on the basis of (Ael. Aristid. 46 p. 219 D.: κ. τοὺς νόμους; Jos., Ant. 1, 259; 278; Just., A I, 54, 1 κατʼ ἐνέργειαν τῶν φαύλων δαιμόνων; Ath. 7, 1 κ. συμπάθειαν τῆς παρὰ τοῦ θεοῦ πνοῆς; 32, 1 κ. χρησμόν). κ. πᾶσαν αἰτίαν for any and every reason (αἰτία 1) Mt 19:3. κ. ἀποκάλυψιν Gal 2:2. Cp. Ro 2:5; 1 Cor 12:8 (κ. τ. πνεῦμα = διὰ τοῦ πν.); Eph 1:5; 4:22b; Phil 4:11; 1 Ti 5:21; 2 Ti 1:9; Tit 3:5; κ. ἀνάγκην Phlm 14 (Ar. 1, 2; 4, 2 al.; Just., A I, 30, 1; 61, 10; Ath. 24, 2); IPol 1:3. ὁ κ. τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἀναγεννήσας ἡμᾶς 1 Pt 1:3.—καθʼ ὅσον (Thu. 4, 18, 4) in so far as, inasmuch as Hb 3:3. καθʼ ὅσον …, κ. τοσοῦτο in so far as …, just so far (Lysias 31, 8; Galen, De Dignosc. Puls. 3, 2, VIII 892 K.) 7:20, 22.
    as a periphrasis to express equality, similarity, or example in accordance with, just as, similar(ly) to (TestJob 32:6 τίς γὰρ κ. σε ἐν μέσῳ τῶν τέκνων σου; Tat. 25, 1 κ. … τὸν Πρωτέα like Proteus; schol. on Nicander, Ther. 50: sheep are not burden-bearers κ. τοὺς ὄνους=as donkeys are).
    α. κ. τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε do not do as they do Mt 23:3. κ. Ἰσαάκ just as Isaac Gal 4:28. κ. θεὸν κτισθείς Eph 4:24 (Synes., Prov. 2, 2 p. 118c κ. θεόν=just as a god). Cp. Col 3:10. κ. τὸν τύπον Hb 8:5 (Ex 25:40; Mel., P. 58, 424 [νόμον v.l.]). Cp. 5:6 (Ps 109:4); 8:9 (Jer 38: 32); Js 3:9.—κ. τὰ αὐτά in (just) the same way (OGI 56, 66; PEleph 2, 6; 1 Macc 8:27; 12:2; Just., D. 1, 2; 3, 5; 113, 3) Lk 6:23, 26; 17:30; Dg 3:1. On the other hand, the sing. κ. τὸ αὐτό Ac 14:1 means together (marriage contract PEleph 1, 5 [IV B.C.] εἶναι ἡμᾶς κ. ταὐτό; 1 Km 11:11). καθʼ ὸ̔ν τρόπον just as (2 Macc 6:20; 4 Macc 14:17) Ac 15:11; 27:25. καθʼ ὅσον …, οὕτως (just) as …, so Hb 9:27. κ. πάντα τρόπον in every way (PSI 520, 16 [250 B.C.]; PCairZen 631, 2; 3 Macc 3:24) Ro 3:2. κ. μηδένα τρόπον (PMagd 14, 9 [221 B.C.]; PRein 7, 31; 3 Macc 4:13; 4 Macc 4:24; Just., D. 35, 7; s. Reader, Polemo 262) 2 Th 2:3. Cp. Johannessohn, Kasus, 1910, 82. κατά w. acc. serves in general
    β. to indicate the nature, kind, peculiarity or characteristics of a thing (freq. as a periphrasis for the adv.; e.g. Antiochus of Syracuse [V B.C.]: 555 Fgm. 12 Jac. κ. μῖσος=out of hate, filled with hate) κατʼ ἐξουσίαν with authority or power Mk 1:27. κ. συγκυρίαν by chance Lk 10:31. κ. ἄγνοιαν without knowing Ac 3:17 (s. ἄγνοια 2a). κ. ἄνθρωπον 1 Cor 3:3 al. (s. Straub 15; Aeschyl., Th. 425; ἄνθρωπος 2b). κ. κράτος powerfully, Ac 19:20 (κράτος 1a). κ. λόγον reasonably, rightly (Pla.; Polyb. 1, 62, 4; 5; 5, 110, 10; Jos., Ant. 13, 195; PYale 42, 24 [12 Jan., 229 B.C.]) 18:14 (but s. above 5aα). λέγειν τι κ. συγγνώμην οὐ κατʼ ἐπιταγήν say someth. as a concession, not as a command 1 Cor 7:6; cp. 2 Cor 8:8. κ. τάξιν in (an) order(ly manner) 1 Cor 14:40 (τάξις 2). κατʼ ὀφθαλμοδουλίαν with eye-service Eph 6:6. μηδὲν κατʼ ἐριθείαν μηδὲ κ. κενοδοξίαν Phil 2:3. κ. ζῆλος zealously 3:6a, unless this pass. belongs under 6 below, in its entirety. κ. σάρκα on the physical plane Ro 8:12f; 2 Cor 1:17; also 5:16ab, if here κ. ς. belongs w. οἴδαμεν or ἐγνώκαμεν (as Bachmann, JWeiss, H-D Wendland, Sickenberger take it; s. 7a below). καθʼ ὑπερβολήν (PTebt 42, 5f [c. 114 B.C.] ἠδικημένος καθʼ ὑπερβολὴν ὑπὸ, Ἁρμιύσιος; 4 Macc 3:18) beyond measure, beyond comparison Ro 7:13; 1 Cor 12:31; 2 Cor 4:17. καθʼ ὁμοιότητα (Aristot.; Gen 1:12; Philo, Fug. 51; Tat. 12, 4 κ. τὸ ὅμοιον αὐτῇ) in a similar manner Hb 4:15b. κ. μικρόν in brief B 1:5 (μικρός 1eγ).
    denoting relationship to someth., with respect to, in relation to κ. σάρκα w. respect to the flesh, physically of human descent Ro 1:3; 4:1; 9:3, 5 (Ar. 15, 7 κ. σάρκα … κ. ψυχήν; Just., D. 43, 7 ἐν τῷ γένει τῷ κ. σάρκα τοῦ Ἀβραάμ al.). κ. τὸν ἔσω ἄνθρωπον 7:22 (cp. POxy 904, 6 πληγαῖς κατακοπτόμενον κ. τὸ σῶμα). Cp. Ro 1:4; 11:28; Phil 3:5, 6b (for vs. 6a s. 5bβ above); Hb 9:9b. τὰ κ. τινα (Hdt. 7, 148; Diod S 1, 10, 73; Aelian, VH 2, 20; PEleph 13, 3; POxy 120, 14; Tob 10:9; 1 Esdr 9:17; 2 Macc 3:40; 9:3 al.) someone’s case, circumstances Ac 24:22 (cp. PEleph 13, 3 τὰ κ. σε; Just., A I, 61, 13 τὰ κ. τὸν Ἰησοῦν πάντα, D. 102, 2 τὰ κ. αὐτόν; Ath. 24, 4 τὸ κ. τοὺς ἀγγέλους); 25:14; Eph 6:21; Phil 1:12; Col 4:7. κ. πάντα in all respects (since Thu. 4, 81, 3; Sb 4324, 3; 5761, 22; SIG 834, 7; Gen 24:1; Wsd 19:22; 2 Macc 1:17; 3 Macc 5:42; JosAs 1:7; Just., A II, 4, 4, D. 35, 8 al.); Ac 17:22; Col 3:20, 22a; Hb 2:17 (Artem. 1, 13 αὐτῷ ὅμοιον κ. π.); 4:15a.
    Somet. the κατά phrase, which would sound cumbersome in the rendering ‘such-and-such’, ‘in line with’, or ‘in accordance with’, is best rendered as an adj., a possessive pron., or with a genitival construction to express the perspective from which something is perceived or to be understood. In translation it thus functions as
    an adj. (Synes., Kingdom 4 p. 4d τὰ κατʼ ἀρετὴν ἔργα i.e. the deeds that are commensurate with that which is exceptional = virtuous deeds; PHib 27, 42 ταῖς κ. σελήνην ἡμέραις; 4 Macc 5:18 κ. ἀλήθειαν=ἀληθής; Just., A I, 2, 1 τοὺς κ. ἀλήθειαν εὐσεβεῖς; Tat. 26, 2 τῆς κ. ἀλήθειαν σοφίας) οἱ κ. φύσιν κλάδοι the natural branches Ro 11:21. ἡ κατʼ εὐσέβειαν διδασκαλία 1 Ti 6:3; cp. Tit 1:1b. οἱ κ. σάρκα κύριοι the earthly masters (in wordplay, anticipating the κύριος who is in the heavens, vs. 9) Eph 6:5. Cp. 2 Cor 5:16b, in case (s. 5bβ above) κ. ς. belongs w. Χριστόν (as the majority, incl. Ltzm., take it): a physical Christ, a Christ in the flesh, in his earthly relationships (σάρξ 5). Correspondingly in vs. 16a κ. ς. would be taken w. οὐδένα: no one simply as a physical being.—JMartyn, JKnox Festschr., ’67, 269–87.
    a possessive pron., but with limiting force (Demosth. 2, 27 τὰ καθʼ ὑμᾶς ἐλλείμματα [i.e. in contrast to the activities of others: ‘your own’]; Aelian, VH 2, 42 ἡ κατʼ αὐτὸν ἀρετή; 3, 36; OGI 168, 17 παραγεγονότες εἰς τοὺς καθʼ ὑμᾶς τόπους; SIG 646, 6; 807, 15 al.; UPZ 20, 9 [II B.C.] ἐπὶ τῆς καθʼ ἡμᾶς λειτουργίας; PTebt 24, 64; 2 Macc 4:21; Tat. 42, 1 τίς ὁ θεὸς καὶ τίς ἡ κατʼ αὐτὸν ποίησις; Mel., HE 4, 26, 7 ἡ καθʼ ἡμᾶς φιλοσοφία) τῶν καθʼ ὑμᾶς ποιητῶν τινες some of your (own) poets Ac 17:28. ἡ καθʼ ὑμᾶς πίστις Eph 1:15. ὁ καθʼ ὑμᾶς νόμος Ac 18:15. τὸ κατʼ ἐμὲ πρόθυμον my eagerness Ro 1:15.
    a gen. w. a noun (Polyb. 3, 113, 1 ἡ κ. τὸν ἥλιον ἀνατολή; 2, 48, 2; 3, 8, 1 al.; Diod S 14, 12 ἡ κ. τὸν τύραννον ὠμότης; Dionys. Hal. 2, 1; SIG 873, 5 τῆς κ. τ. μυστήρια τελετῆς; 569, 22; 783, 20; PTebt 5, 25; PLond III, 1164k, 20 p. 167 [212 A.D.] ὑπὸ τοῦ κ. πατέρα μου ἀνεψιοῦ) τὰ κ. Ἰουδαίους ἔθη the customs of the Judeans Ac 26:3 (Tat. 12, 5 τῇ κ. Βαβυλωνίους προγνωστικῇ; 34, 2 ἡ κ. τὸν Ἀριστόδημον πλαστική). Cp. 27:2. ἡ κ. πίστιν δικαιοσύνη the righteousness of faith Hb 11:7. ἡ κατʼ ἐκλογὴν πρόθεσις purpose of election Ro 9:11.—Here also belong the titles of the gospels εὐαγγέλιον κατὰ Ματθαῖον etc., where κατά is likew. periphrasis for a gen. (cp. JLydus, De Mag. 3, 46 p. 136, 10 Wünsch τῆς κ. Λουκανὸν συγγραφῆς; Herodian 2, 9, 4 of an autobiography ἐν τῷ καθʼ αὑτὸν βίῳ; Jos., C. Ap. 1, 18 τ. καθʼ αὐτὸν ἱστορίαν; 2 Macc 2:13. Cp. B-D-F §163; 224, 2; Zahn, Einleitung §49; BBacon, Why ‘According to Mt’? Exp., 8th ser., 16, 1920, 289–310).—On the periphrasis of the gen. by κατά s. Rudberg (ἀνά beg.) w. many exx. fr. Pla. on. But it occurs as early as Thu. 6, 16, 5 ἐν τῷ κατʼ αὐτοὺς βίῳ.—M-M. DELG. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κατά

  • 9 μεταβάλλω

    μεταβάλλω, [tense] fut. -
    A

    βᾰλῶ Ar.Av. 1568

    : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,

    μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94

    ;

    χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204

    (anap.), cf. Gal.15.556;

    μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.

    l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;

    μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19

    ; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.
    II turn about, change, alter,

    τὸ οὔνομα Hdt.1.57

    ;

    τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21

    ; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;

    τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68

    ;

    μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54

    ; [

    τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723

    ;

    ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b

    ; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;

    ὀργὰς μ. E.Med. 121

    (anap.);

    μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36

    , Eup.357.7;

    μ. τὸ ἔθος Th.1.123

    ; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;

    μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c

    : freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);

    εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c

    ;

    πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1

    ; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;

    ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b

    ;

    ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d

    : c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.
    b translate,

    νόμον εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν J.AJProoem.3

    , cf. 12.2.13 ([voice] Pass.).
    c stir with a spoon, Dsc.3.22 ([voice] Pass.).
    III intr., undergo a change,

    μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65

    , cf. Antipho 2.4.9;

    μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a

    , etc.;

    μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d

    ;

    ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14

    , cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,

    καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118

    .
    2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn,

    μεταβαλόντας ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας Id.7.170

    , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.

    μεταβάλλων Id.Tht. 166d

    .
    2 cause to be removed,

    σῖτον PHib.1.45.6

    (iii B. C.), etc.
    b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).
    II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;

    μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461

    (lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).
    2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in,

    οἴνου μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν Pl.Lg. 849d

    ;

    μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d

    ;

    μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6

    , cf. D.S. 5.13.
    III turn oneself, turn about,

    ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 481e

    , Din.1.17; esp.
    2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;

    πρός τινα Axionic.6.10

    .
    3 turn or wheel round,

    μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6

    ;

    τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10

    : abs., turn about,

    μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω

  • 10 ποῖος

    ποῖος, α, ον (Hom.+) interrog. pron., in direct and indir. interrog. sentences.
    interrogative ref. to class or kind, of what kind?
    used w. a noun (B-D-F §298, 2; cp. Rob. 740)
    α. beside τίς (Hdt. 7, 21, 1; Herodas 6, 74f; Maximus Tyr. 33, 5a τίνα καὶ ποῖον τύραννον; PTebt 25, 18 [117 B.C.]; BGU 619, 8) εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρόν to what time or what kind of time 1 Pt 1:11 (cp. UPZ 65, 52 [154 B.C.] ἀπὸ ποίου χρόνου=since what time). ποῖον οἶκον … ἢ τίς τόπος … ; Ac 7:49; B 16:2 (both Is 66:1; s. ed. JZiegler). τίς μοι ἐγέννησεν; ποία δὲ μήτρα ἐξέφυσέν με; who begot me, and what kind of womb delivered me? GJs 3:1.
    β. in a direct question (3 Km 22:24) διὰ ποίου νόμου; by what kind of law? Ro 3:27. ποίῳ σώματι; with what kind of body? 1 Cor 15:35. ποίῳ προσώπῳ; with what kind of look or expression? GJs 13:1. ποῖον κλέος; ironically what kind of credit? 1 Pt 2:20; sim. ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Lk 6:32, 33, 34; cp. D 1:3.—1 Cl 28:2; 2 Cl 1:5; 6:9; Hv 1, 2, 1; m 12, 1, 3a; Hs 6, 5, 5; 9, 13, 3.—For Js 4:14 see γ.
    γ. in an indir. quest. (Archimed. II 416, 6 Heib. ποῖαι γωνίαι) ποίῳ θανάτῳ (by) what sort of death J 12:33; 18:32; 21:19 (cp. Just., D. 104, 1 διὰ ποίου θανάτου).—Lk 9:55 v.l.; Js 4:14 (this may be taken as a direct quest.; s. Windisch ad loc.); 1 Cl 38:3a; Hm 4, 2, 3; 12, 1, 3b.
    without a noun ποῖοι καὶ τίνες 1 Cl 38:3b. In the predicate οἱ καρποὶ φανεροῦνται ποῖοί τινές εἰσιν Hs 4:3.
    (=τίς) which, what?
    w. a noun
    α. in a dir. question (Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 263a Jac.; 2 Km 15:2; 3 Km 13:12; Jon 1:8; Jos., Ant. 15, 137) ποία ἐντολή; which commandment? Mt 22:36; cp. Mk 12:28; J 10:32. ποίῳ τρόπῳ; in what way? Hv 1, 1, 7; cp. m 12, 3, 1. εἰς ποῖον τόπον v 3, 1, 3.
    β. in an indir. quest. (Aeschin., In Ctesiph. 24; Tob 5:9) Mt 24:42f; Lk 12:39; Rv 3:3. ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστίν Ac 23:34.—Hv 4, 3, 7; m 12, 3.
    γ. In some cases π. takes the place of the gen. of the interrog. τίς (in dir. as well as indir. questions. Cp. Chariton 4, 4, 3 Blake ποίᾳ δυνάμει πεποιθώς;) ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι; by whose power or by whose name? Ac 4:7. ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ(;) Mt 21:23, 24, 27; Mk 11:28, 29, 33; Lk 20:2, 8.
    without a noun
    α. which can, though, be supplied fr. the context (Jos., C. Ap. 1, 254 ποίους;): ποίας; (i.e. ἐντολάς) Mt 19:18. ποῖα (i.e. γενόμενα) Lk 24:19. ποίαν; (i.e. ἀντιμισθίαν) 2 Cl 9:8. ποίους (i.e. ἀνθρώπους) βαστάζει Hs 9, 14, 6. In the predicate: τὰ ξηρὰ (i.e. δένδρα) ποῖά ἐστιν 3:3.
    β. gen. of place, w. ellipsis (B-D-F §186, 1; Mlt. 73) ποίας (i.e. ὁδοῦ) by what way Lk 5:19.—DELG s.v. πο-. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ποῖος

  • 11 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 12 τοι

    τοι particle, normally in second position, often hard to differentiate from the pronoun: it implies that the point of a statement should be familiar to the listener.
    1 in princ. cl.,
    a emphasising a positive statement, esp. the point of a myth or narrative.

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24

    ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι P. 5.6

    σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν P. 6.19

    ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11

    βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν I. 7.44

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    b in emphatic positive statement, following impv.

    μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος· Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι. μέγα τοι κλέος

    αἰεί, ᾧτινι O. 8.10

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    (cf. N. 7.77)

    Ζεῦ πάτερ, ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν. ἐντί τοι φίλιπποί τ αὐτόθι N. 9.32

    καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ· ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει N. 10.22

    (cf. N. 10.82)

    εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς· ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I. 1.6

    c in emphatic neg. statement, esp. following impv.

    πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν· οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    στάσομαι· οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής N. 5.16

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδε ὕμνους· ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών· οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56

    οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
    d in proverb, maxim.

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

    Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.72

    καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἄνδρων φίλων P. 5.122

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    e affirmative, answering quest.

    ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ; ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.90

    τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι· τρέω τοι πόλεμον Pae. 4.40

    f in wish,

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69

    g in apodosis,

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65

    2 in subord. rel. cl. κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον ( ἅν τοι Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57 ( Πιτάναν)

    ἅ τοι λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1.
    3 combined with other particles,
    a

    δέ τοι, ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.79

    esp. in maxims,

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.59

    ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12

    δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    dub., † ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός ( δὲ τειχέων coni. Boeckh) fr. 185. [ μάλα δέ τοι (codd.: οἱ Boeckh) O. 10.87]
    b

    ἀλλά τοι, ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37

    , cf. N. 10.82
    d γάρ τοι, P. 3.85, N. 8.17, cf.

    ἐπεί τοι I. 2.46

    e ἦ τοι, ἤ τοι, v. ἤτοι.

    Lexicon to Pindar > τοι

  • 13 προσεισάγω

    προσεισ-άγω [pron. full] [ᾰ],
    A bring in besides,

    τινὰ ἑαυτῷ τύραννον J.BJ5.1.3

    (v.l.), cf. D.L.9.88:—[voice] Med., Arg.D.46:—[voice] Pass., Gal.9.432.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεισάγω

  • 14 προστάτης

    A one who stands before, front-rank man, f.l. for πρωτοστάτης in X.Cyr. 3.3.41, Eq.Mag.2.2,6:—but elsewh.,
    II leader, chief, esp. of a democracy,

    προστάτεω ἐπιλαβέσθαι Hdt.1.127

    , 5.23;

    οἱ π. τοῦ δήμου Th.3.75

    , 4.46,66; οἱ τῶν δήμων π. Id.3.82;

    ὁ π. Κλέων Ar.Ra. 569

    , cf. Eq. 1128 (lyr.);

    μεταβολὴ ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον Pl.R. 565d

    ; [Σόλων] πρῶτος τοῦ δήμου π. Arist.Ath.2.2,al.
    2 generally, ruler, opp. ἀστοί, A.Supp. 963;

    Καδμείων Id.Th. 1031

    ;

    Κνωσίων Arr.Epict.3.9.3

    ;

    Μολοσσῶν GDI1334

    (Epirus, iii B.C.); χώρας, χθονός, E.Heracl. 964, IA 373 (troch.); τῆς Ἑλλάδος προστάται, of the Spartans, X.HG 3.1.3, cf. Isoc.4.103, D.9.23; π. τοῦ ἐμπορίου, of Greeks in Egypt, Hdt. 2.178;

    τοῦ πολέμου X.Cyr.7.2.23

    ; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Id.HG5.1.36; τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας π. D.22.78; administrator,

    τῆς κεχωρισμένης προσόδου PTeb.81.19

    (ii B.C.); [ τοῦ ἱεροῦ] OGI531.3 (Bithynia, iii A.D.); θεᾶς ib.209.4 (Philae, iii A.D.), cf. Ostr. 412, al. (i A.D.): metaph.,

    ἔρως π. τῶν ἀργῶν ἐπιθυμιῶν Pl.R. 572e

    .
    3 president or presiding officer,

    π. τοῦ γυμνασίου CIG2881.16

    ([place name] Branchidae), cf. OGI130.16 (Egypt, ii B.C.), Supp.Epigr.4.598.37 (Teos, i B.C.), IG22.1368.13; π. συνεδρίου ib.9(2).205.33 (Aetolian League); προβούλων ib.9(1).694.116 (Corc.); [ γερουσίας] ib.7.2808 (Hyettus, iii B.C.); δαμιοργῶν ib.5(1).1425.16 ([place name] Messene); [ βουλᾶς] ib.14.256.5 ([place name] Phintias);

    τῆς μέσης Ἀκαδημίας S.E.P.1.232

    : freq. in pl., = πρυτάνεις, SIG194.15 (Amphipolis, iv B.C.), etc.; γνώμα προστατᾶν ib.187.1 (Cnidus, iv B.C.), cf. IG12(8).264.13 (Thasos, iv B.C.).
    III one who stands before and protects, guardian, champion,

    πυλωμάτων A.Th. 408

    , cf. 798;

    πόλεως Pl.Grg. 519b

    ; [ τῆς ποιητικῆς] Id.R. 607d;

    τῆς πάντων ἐλευθερίας D.15.30

    , etc.; epith. of gods, as Apollo, S.Tr. 209 (lyr.), IPE12.89 (ii A.D.).
    3 = Lat. patronus, Plu.Rom.13, Mar.5, IG3.687, 14.1078 (Rome, iii A.D.), OGI549.6 (Ancyra, iii A.D.), etc.
    IV θεοῦ π. one who stands before a god to entreat him, suppliant, S.OC 1278, cf. 1171.
    V Medic., prostate gland, Herophil. ap. Gal.UP14.11 (v.l.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστάτης

  • 15 τίκτω

    τίκ-τω, Od.4.86, etc.: [tense] fut.
    A

    τέξω 11.249

    , h.Merc. 493, Orac. ap. Hdt.5.92.β, A.Pr. 851, 869, E.Tr. 747, Ar.Eq. 1037 (Orac.), Th. 509; also

    τέξομαι Il.19.99

    , Hes.Th. 469, 898, h.Ap. 101, A.Pr. 768, Hdt.7.49, Ar.Lys. 744, etc.; poet. inf. also

    τεκεῖσθαι h.Ven. 127

    ; pl.

    τεξείεσθε Arat.124

    : [tense] aor. ἔτεκον, [dialect] Ep. τέκον, Il.1.352, 5.875, etc.: [tense] aor. 1 ἔτεξα only late, Orph.H.41.8 codd. (for ἐντήξῃ is prob. l. in Ar.Lys. 553): [tense] pf.

    τέτοκα Hes.Op. 591

    , Hp.Aph.5.39, Ar. Pax 757, Pl.Com.64.5, X.Cyn.5.13, cf. ἐντίκτω:—[voice] Med., in same sense as [voice] Act., only in Poets, A.Ch. 127, Fr.44: [tense] fut. (v. supr.): [tense] aor.

    ἐτεκόμην Ar.Av. 1193

    (lyr.), [dialect] Ep.

    τεκόμην Il.4.59

    , al.; subj.

    τέκηαι A.R.1.905

    :—[voice] Pass., [tense] pres. indic.

    τίκτεται A.Th. 437

    ; inf.

    τίκτεσθαι Sor.2.53

    ; part. τικτόμενος ib.54: [tense] fut.

    τεχθήσομαι J.AJ2.9.2

    , Gp.17.6.1, etc.: [tense] aor.

    ἐτέχθην Hp.Superf.18

    , Ps.-E.Fr.1132.44, LXX Nu.26.60 (v.l.),al., Gp.17.6.2, etc.: [tense] pf. τέτεγμαι, inf. τετέχθαι, Ael.NA2.12, Paus.3.7.7, etc.--These pass. tenses seem not to have been used in correct [dialect] Att.:—bring into the world, engender; of the father, beget, of the mother, bring forth.
    I [tense] impf. [voice] Act. τίκτε, ἔτικτε, in Hom. usu. of the father, Il.2.628, 6.155, 206, 11.224, cf. Hes.Fr. 44 (of the mother, Il.16.180, 22.428, 24.497, Od.23.325); in Hes. (Frr.17,142), Lyr., and Trag. the [tense] pres. and [tense] impf. are also used of the mother,

    ἃ Θήβαν ἔτικτεν Pi.O.6.85

    , cf. B.18.50;

    μᾶτερ, ἅ μ' ἔτικτες A.Eu. 321

    (lyr.), cf. Ag. 763 (lyr., of Υβρις), S.El. 533; δεινὸν τὸ τίκτειν ib. 770, cf. Pl.Tht. 151a, etc.;

    τ. καὶ γεννᾷ Id.Smp. 206d

    ; of both parents.

    Στάσις δὲ καὶ Κρόνος.. τίκτετον τύραννον Cratin.240

    .
    2 [tense] aor. [voice] Act. τέκε, ἔτεκε, mostly of the mother, Il.1.36, 352, 2.513, etc. (also [tense] fut. [voice] Med.

    τέξεσθαι 19.99

    );

    τεκεῖν τινά τινι 2.658

    , 6.22, etc.;

    ὑπό τινι 2.714

    , 728, etc.;

    τ. ἔκ τινος Plu.Thes.20

    ;

    παρά τινος Luc. Alex.42

    ;

    παρά τινι E.El.62

    : but τέκεν of the father, Il.13.450, Od.3.489, al., Hes. Th. 208, Fr.99.2: metaph.,

    τῷ τεκόντι ἀρετήν Pl. Smp. 212a

    .
    3 the [tense] aor. [voice] Med. τέκετο is commonly used of the father, as Il.2.741, 6.154, al., Hes.Fr.19: but τέκετο of the mother, Il.2.742, 15.187, 22.48, Hes.Fr.46; so τῶν τεκομένων of the mother, A.Ch. 419 (lyr.).
    4 the two are conjoined,

    ὃν τέκετο θάνατος, ἔτεκε δ' αἰόλος δράκων S.Tr. 834

    (codd., lyr.).
    5 [tense] aor. [voice] Act. is used in pl. of both parents, Od.7.55, 8.554 (

    οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖδας Il. 22.234

    ); [tense] aor. [voice] Med. τεκόμεσθα, Od.23.61,24.293.
    b οἱ τεκόντες the parents, A.Th.49, S.OT 999, etc.; the Art. is rarely omitted,

    πατέρων τε καὶ τεκόντων A.Ch. 329

    (lyr.): c. gen.,

    κιόντων τοῖς τεκοῦσι Id.Pers. 245

    (troch.): ὁ τεκών the father, Id.Ch. 690, S.OC 1108; ἁ τεκοῦσα the mother, A.Th. 926 (lyr.), cf. Ch. 133, etc. (rarely ἡ τίκτουσα, S. OT 1247, El. 342); in Prose, Lys.10.8; ἡ τ. αὐτόν his mother, Hdt. 1.116;

    ὅ τ' ἐκεῖνον τεκών E.El. 335

    .
    6 freq. in Medic. and other Prose, of women,

    τίκτουσι ῥηϊδίως Hp.

    Aër.5, cf. Sor.2.54, al., Gal. 16.670;

    κόρον ἔτεκε IG42(1).121.5

    , cf. 21 (Epid., iv B.C.).
    II of female animals, bear young, breed, of mares, Il.16.150, 20.225; of cows, Hes.Op. 591; of sheep, Od.4.86, etc.;

    τὰς τετοκυίας τοκάδας PCair.Zen.292.305

    , cf. 710.4 (iii B.C.); ἐὰν τέκῃ ἵππος ib.635.2 (iii B.C.); of the hare,

    τὰ μὲν τέτοκε, τὰ δὲ τίκτει, τὰ δὲ κύει X.Cyn.5.13

    ; of birds, hatch, Il.2.313; ᾠὰ τ. lay eggs, Hdt.2.68, Ar.Fr. 185, Arist.GA 718b23, etc.; of fish, spawn, Id.HA 568a16, Gal.6.718, etc.
    III of the earth, bear, produce, ἔμπεδα μῆλα (sheep) Od. 19.113;

    ἡ γῆ.. τίκτουσα ποίαν E.Cyc. 333

    :—[voice] Med.,

    γαῖαν.., ἣ τὰ πάντα τίκτεται A.Ch. 127

    , cf. Fr.44.4:—[voice] Pass.,

    τίκτεσθαι δὲ φόρους γᾶς.. εὐχόμεθ' ἀεί Id.Supp. 674

    (lyr.).
    IV metaph., generate, engender, produce,

    λέγω τὴν χώρην λιμὸν τέξεσθαι Hdt.7.49

    ; ἐπειχθῆναι πρῆγμα τίκτει σφάλματα ib.10.ζ; of impiety,

    τὸ γὰρ δυσσεβὲς ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει A.Ag. 759

    (lyr.), cf. 763 (lyr., cf. supr. 1.1), Ch. 805 (lyr.);

    ἡ ἐπιθυμία τ. ἁμαρτίαν Ep.Jac.1.15

    ;

    μὴ θράσος τέκῃ φόβον A.Supp. 498

    ; of Night as the mother of Day,

    τῆς.. τεκούσης φῶς τόδ' εὐφρόνης Id.Ag. 279

    ;

    ὃν αἰόλα νὺξ.. τίκτει.., Ἅλιον αἰτῶ S.Tr.95

    (lyr.): generally, τ. [νόμους] Id.OT 870 (lyr.);

    χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ' ἀεί Id.Aj. 522

    ;

    τ. ἀοιδάς E.HF 767

    (lyr.);

    ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν Cratin.199

    ;

    τ. ῥήματα Ar.Ra. 1059

    (anap.); also in Prose,

    νουσήματα Hp.Hum.12

    ;

    ἃ ἀεὶ τίκτει πόλεμον καὶ ἔχθραν Pl.R. 547a

    ;

    πολλοὺς καὶ καλοὺς λόγους Id.Smp. 210d

    ; [

    δὰς] πῦρ τέξεται X.Cyr.7.5.23

    , etc.:—[voice] Pass., τῷδε κέρδει (sic codd.)

    κέρδος ἄλλο τίκτεται A.Th. 437

    . ( τίκτω fr. τί-τκ-ω redupl. fr. τεκ ( τέκνον, etc.).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τίκτω

См. также в других словарях:

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»